στρόφιγγες

στρόφιγγες
στρόφιγξ
pivot
masc nom/voc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • θύρα — Άνοιγμα των εξωτερικών ή των εσωτερικών τοίχων ενός κτιρίου ή ενός τείχους, που επιτρέπει τη διάβαση ανθρώπων ή οχημάτων και συνήθως κλείνεται με ένα ή περισσότερα θυρόφυλλα. Στην αρχαιότητα η θ. ήταν χώρος ιερός ή μαγικός, γι’ αυτό και οι θ. των …   Dictionary of Greek

  • πετρελαιαγωγός — Σωλήνωση για τη μεταφορά αργού π. και των παραγώγων του από τους τόπους εξόρυξης και παραγωγής ή από τα λιμάνια άφιξης, στα διυλιστήρια ή στα λιμάνια φόρτωσης. Με πρωτοβουλία του Ροκφέλερ και της Standard Oil, οι πρώτοι πετρελαιαγωγοί… …   Dictionary of Greek

  • στρόφιγγα — η / στρόφιγξ, ιγγος, ΝΑ, και, κατά το Μέγα Ετυμολογικόν, στρόφιγξ, ὁ, Α 1. ο άξονας ή το σημείο όπου στρέφεται κάτι, στροφέας 2. πώμα σωλήνα υγρού, μοχλός που ρυθμίζει τη ροή υγρού, κάνουλα 3. στον πληθ. οι στρόφιγγες μικροί μοχλοί που στρέφονται …   Dictionary of Greek

  • βαλίτσα — και τζα, η 1. ταξιδιωτικός σάκκος, παραλληλεπίπεδου σχήματος, ο οποίος αποτελείται από δύο μισά που συνδέονται με στρόφιγγες και χρησιμεύει στη μεταφορά προσωπικών ειδών 2. φρ. «διπλωματική βαλίτσα» ο διπλωματικός σάκος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ.… …   Dictionary of Greek

  • διακόπτης — Συσκευή κατάλληλη να διακόπτει ή να αποκαθιστά τη συνέχεια ενός ηλεκτρικού κυκλώματος, ώστε να εμποδίζει ή να επιτρέπει τη δίοδο ηλεκτρικού ρεύματος. Στην απλούστερη μορφή του ο δ. αποτελείται, για κάθε αγωγό της ηλεκτρικής γραμμής στην οποία… …   Dictionary of Greek

  • εκστροφώ — ἐκστροφῶ ( όω) (Α) αποσπώ βίαια μια πόρτα από τους μεντεσέδες της, από τους στρόφιγγές της …   Dictionary of Greek

  • εξαγκυρώ — ἐξαγκυρῶ, όω (Α) (κατά τον Ησύχ.) «ἐξαγκυρῶσαι θύραν ἐκστροφῶσαι» βγάζω την πόρτα από τις στρόφιγγες …   Dictionary of Greek

  • ολούροισιν — ὀλούροισιν (Α) (κατά τον Ησύχ.) «ἄνω τῆς θύρας στρόφιγγες». [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. πιθ. συνδέεται με το ρ. ἐλύω «τυλίγω»] …   Dictionary of Greek

  • πετρέλαιο — Μείγμα πολυάριθμων υδρογονανθράκων, όλων σχεδόν των χημικών σειρών, που περιέχει και μικρές ποσότητες οξυγονούχων, αζωτούχων και θειούχων προϊόντων. Πετρέλαια θεωρούνται και τα ορυκτέλαια που εξάγονται από μεταλλευτικά κοιτάσματα, εκείνα που… …   Dictionary of Greek

  • στροφωτός — ή, όν, Α [στροφοῡμαι] εφοδιασμένος με στρόφιγγες, με γιγγλύμους («τοῑς δυσὶ θυρώμασι τοῑς στροφωτοῑς», ΠΔ) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”